- ὠλλόν
- ὠλλόν· τὴν τοῦ βραχίονος καμπήν, κτλ., Hsch. [full] ὠλυγίων· σκοτεινῶν, κακῶν, μακρῶν, ὀξέων, μεγάλων, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ωλλόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἡ τοῡ βραχίονος καμπή». [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. θεματική αιολ. μορφή (< *ὠλν ο ς) τής λ. ὠλένη*. Ο τ. ὦλον, που παραδίδει αλλού ο Ησύχιος (βλ. λ. ὦλος), είναι ορθότερος ως προς τον τονισμό] … Dictionary of Greek
локоть — род. п. ктя, укр. локоть, род. п. лiктя, блр. локоць, др. русск. локъть, ст. слав. лакъть πῆχυς, род. мн. лакътъ (Супр.), болг. лакът (Младенов 269), сербохорв. ла̑кат, род. п. ла̑кта, словен. lakȃt, laktà, чеш. loket, род. п. lokte, слвц.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ωλένη — Μακρό οστό που βρίσκεται στο εσωτερικό μέρος του αντιβραχίονα. H κερκίδα καταλαμβάνει το εξωτερικό μέρος. Το επάνω άκρο της αρθρώνεται με το κάτω μέρος του βραχιόνιου οστού μέσω μιας ημισεληνοειδούς απόφυσης (κορωνοειδής απόφυση) και προς τα έξω… … Dictionary of Greek
ώλος — ἡ, Α 1. ωλένη 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὦλον... οἱ δὲ ἐπὶ τῶν διφυῶν Τὸ επὶ τοῡ ὀμφαλοῡ προστιθέμενον δέρμα». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ὠλλόν] … Dictionary of Greek
el-8, elē̆ i-, lē̆ i- — el 8, elē̆ i , lē̆ i English meaning: to bow, bend; elbow, *rainbow Deutsche Übersetzung: “biegen” Material: A. Here names position themselves at first for “elbow” and “ulna, ell”: Gk. ὠλένη “elbow”, ὠλήν, ένος ds.; ὠλέκρᾱνον… … Proto-Indo-European etymological dictionary
kal-2, kali-, kalu- — kal 2, kali , kalu English meaning: handsome; healthy Deutsche Übersetzung: ‘schön, gesund” Material: O.Ind. kalyá “fit, healthy, lively “, kalyü ṇ a “beautiful, heilsam” ( üṇ a = *ülno to Gk. ὠλένη, ὠλλόν, above S. 308 f.);… … Proto-Indo-European etymological dictionary